chiflar - ορισμός. Τι είναι το chiflar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι chiflar - ορισμός


chiflar      
I
chiflar1 tr. Afinar las pieles con la chifla.
II
chiflar2 (del lat. "sifilare")
1 (pop.) intr. *Silbar. (pop.) Tocar un silbato.
2 (inf.; "de") tr. y prnl. Hacer *burla de algo o alguien. Rechifla.
3 (inf.) tr. *Beber mucho y deprisa bebidas alcohólicas.
4 (inf.) intr. *Gustar mucho cierta cosa a alguien. Particularmente, "tener chiflado": gustar mucho una persona a otra de distinto sexo. Trastornar.
5 ("con, por") prnl. *Ansiar una cosa, desvivirse por ella o *encapricharse con ella. ("con, por") Tener extraordinaria *afición a cierta cosa: "Se chifla por las motos".
6 Perder la sensatez, particularmente por enamorarse. Trastornarse.
chiflar      
Sinónimos
verbo
1) silbar: silbar, rechiflar
2) desaprobar: desaprobar, criticar, repudiar
3) enloquecer: enloquecer, chiflarse, apasionar, perder el seso
Antónimos
verbo
aplaudir: aplaudir, elogiar
Expresiones Relacionadas
chiflar      
verbo intrans.
Silbar con la chifla o imitar su sonido con la boca.
verbo trans.
Mofar, hacer burla o escarnio en público. Se utiliza también como pronominal.
verbo prnl. fam.
1) Perder uno la energía de las facultades mentales.
2) fam. Tener sorbido el seso por una persona o cosa.
verbo trans.
Adelgazar y raspar con la chifla las badanas y pieles finas.
Τι είναι chiflar - ορισμός